- ηὕρηκεν
- εὑρίσκωfindplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)εὑρίσκωfindperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιγοτρομώ — και σιγοτρομάσσω Ν τρέμω ελαφρά, φρίττω, ανατριχιάζω («δεν ηύρηκεν τη λυγερή κι όλος σιγοτρομάσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σιγοτρομώ < σιγά + τρομώ (< τρέμω), ενώ ο τ. σιγοτρομάσσω < σιγά + τρομάσσω, άλλος τ. τού τρομάζω] … Dictionary of Greek